- ταυροπάτωρ
- -ορος, ό, ἡ, Α(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροπάτωρ — sprung from a bull masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροπάτορα — ταυροπάτωρ sprung from a bull masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek